- υπονύσσω
- Α1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.